ιστορικότητα

ιστορικότητα
η
η ιδιότητα τού ιστορικού, το να έχει κάτι ιστορικό χαρακτήρα, το να είναι ή να θεωρείται κάτι ως πραγματικό γεγονός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστορικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ιστορικότητα — η 1. το να είναι κάτι ιστορικό, να εμφανίζει εξέλιξη: Ιστορικότητα της συνείδησης. 2. το να είναι κάτι πραγματικό, αληθινό: Δεν αμφισβητείται η ιστορικότητα πολλών ομηρικών ηρώων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • ερμηνευτική — Κλάδος της φιλολογικής επιστήμης που ασχολείται με την ανάλυση και την κατανόηση των λογοτεχνικών κειμένων. Στηρίζεται στο θεμελιώδες επιστημολογικό αίτημα ότι η κατανόηση των επιμέρους στοιχείων που συγκροτούν ένα κείμενο προϋποθέτει τη… …   Dictionary of Greek

  • Αστραπόγιαννος — (18ος αι.).Αρματολός που έδρασε στην περιοχή της Δωρίδας. Τραυματισμένος σε μάχη με τους Τούρκους, παρακάλεσε τον συμπολεμιστή του Λαμπέτη να του κόψει το κεφάλι για να μην αιχμαλωτιστεί από τον εχθρό. Η ιστορικότητα των περιστατικών αλλά ακόμη… …   Dictionary of Greek

  • Βρούτος — Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Λεύκιος Ιούνιος Β. (Lucius Junius Brutus, ; – 507; π.Χ.). Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος της Ταρκυνίας, αδελφής του Ταρκύνιου του Υπερήφανου, τελευταίου βασιλιά της Ρώμης. Λέγεται ότι πήρε το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

  • Πετεφρής — Ανώτατος αξιωματούχος στη βασιλική Αυλή της αρχαίας Αιγύπτου.Ο Π. πήρε στην υπηρεσία του τον Ιωσήφ, όταν τα αδέλφια του τον πούλησαν στην Αίγυπτο ως δούλο. Στη μετάφραση των O΄ ο Π. αναφέρεται ως αρχιμάγειρας, πολλοί όμως νεότεροι τον αναφέρουν… …   Dictionary of Greek

  • Σλήμαν, Ερρίκος — (Schliemann). Γερμανός αρχαιολόγος (Νοϋμπούκω, Μεκλεμβούργο 1822 Νεάπολη 1890). Γιος διαμαρτυρόμενου πάστορα, αφού έμαθε τα πρώτα γράμματα στο Νόυστερλιτς εργάστηκε πέντε χρόνια ως υπάλληλος σε παντοπωλείο κι έπειτα μπήκε στο πλήρωμα ενός πλοίου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”